είκοσι

είκοσι
(AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν
Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν)
(απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων
νεοελλ.
(ως ουσ. με άρθρο)
1. το είκοσι
α) η γραφική παράσταση τού αριθμού
β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός, δωμάτιο)
2. στον πληθ. τα είκοσι
τα είκοσι έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρωταρχική λ. τής Ελληνικής με σημασία «είκοσι» είναι Fῑκατι (πρβλ. αβ. vīsaiti, αρχ. ινδ. vimśati-, λατ. viginti) < ΙΕ τ. *wῑ-kamt-ĭ, τού οποίου το *wi- αντιστοιχεί στο *di-, *dwi- (πρβλ. δύο, δι(ς), λατ. bis) και το *kmt-ĭ, τύπος δυϊκού, < (d)kmt (πρβλ. δέκα, εκατό). Το ιων. -αττ. είκοσι (< ε-(F)ῑκοσι, αντί τού οποίου στον Όμηρο απαντά εσφαλμένος τ. εείκοσι, με σίγηση τού F και συναίρεση τού προθεματικού φωνήεντος ε με το ), εμφανίζεται ως υστερογενής σχηματισμός στον οποίο το ο οφείλεται σε αναλογική επίδραση τού τ. τριάκοντα ή σε άλλη απόδοση τού m, ενώ το -σι < -τι προήλθε με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι. Τέλος, ο επίσης πρωταρχικός τ. Fῑκαστος < ΙΕ τ. *wī-kmt-tos και το ιων. -αττ. εικοστός σχηματίστηκε αναλογικά προς το τριακοστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἵκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσι — twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είκοσι — άκλ. αριθμ. απόλ. 1. ποσότητα δύο δεκάδων ως ενιαίο σύνολο: Είκοσι στρατιώτες. 2. με το ουδ. αρθρ. ως ουσ., το είκοσι: α) ο αριθμός 20: Το γινόμενο του είκοσι επί το τρία είναι 60. β) το πράγμα που έχει τον αριθμό 20: Το είκοσι δωμάτιο του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰκόσι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat pl εἰκός like truth perf part act masc/neut dat pl εἰκών likeness fem dat pl (epic ionic) εἰκών likeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσ' — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεἴκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσού μάρτυρες — Είκοσι χριστιανοί οι οποίοι μαρτύρησαν στην Τ. στα χρόνια του Διοκλητιανού (290). Για τους μάρτυρες αυτούς γράφει ο Αυγουστίνος. Η Δυτ. Oρθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 6 Ιουνίου …   Dictionary of Greek

  • εἴκατι — εἴκοσι twenty doric (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσιν — εἴκοσι twenty nu̱movable indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐείκοσι — εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”